υπέρχομαι

υπέρχομαι
ΜΑ
1. περιέρχομαι, τίθεμαι υπό την εξουσία κάποιου («τὸν αὐτὸν θεὸν ὑπιών», Πρόκλ.)
2. υιοθετώ («ὑπελθὼν τὴν πρὸς ἡμᾱς ὁμοίωσιν», Κύριλλ.)
3. δοκιμάζω εμπειρία, αποκτώ εμπειρία («χρησίμην ὑπελθὼν τὴν οἰκονομίαν», Ευσ.)
4. αναλαμβάνω, επιτελώ (α. «ὑπελθεῑν τοὔνομα καὶ τὸ ἔργον» — να αναλάβει τον τίτλο και το καθήκον, Λιβάν.
β. «ὑπελθὼν ἑτέρου διαδοχήν», Συνέσ.)
αρχ.
1. έρχομαι ή πηγαίνω κάτω από κάτι («δοιοὺς σ' ἄρ' ὑπήλυθε θάμνους», Ομ. Οδ.)
2. (για συναισθήματα) καταλαμβάνω αιφνιδιαστικά και απροσδόκητα (α. «Τρῶας δὲ τρόμος αἰνὸς ὑπήλυθε γυῑα», Ομ. Ιλ.
β. «ὥσθ' ἵμερός μ' ὑπῆλθε», Ευρ.)
3. (για πρόσ.) κολακεύω, προσπαθώ να υποκλέψω την εύνοια κάποιου (α. «εἶδες οἷ' ὑπέρχεται», Αριστοφ.
β. «ὑπερχόμενος δὴ βιώσει πάντας ἀνθρώπους καὶ δουλεύων», Πλάτ.)
4. παγιδεύω, εξαπατώ (α. «λάθρα μ' ὑπελθών», Σοφ.
«δόλῳ μ' ὑπῆλθες», Ευρ.)
5. επιδιώκω κάτι, προσπαθώ δόλια και κρυφά να επιτύχω κάτι («ὡς ὑπερχόμενον διὰ τῆς θαλάττης τυραννίδα», Πλούτ.)
6. (για στρατ. τμήμα) προχωρώ αργά μπροστά από άλλον
7. αποχωρώ, αδειάζω τον χώρο («ὑπελθόντος τοῡ ἀέρος», Αριστοτ.)
8. (για εκκρίματα) εξέρχομαι, βγαίνω
9. φοβάμαι («ὁ δῆμος... ἀδεῶς ζῇ καὶ οὐχ ὑπερχόμενος αὐτούς», Ξεν.)
10. φρ. α) «ὑπέρχομαι ὑπὸ τὴν φορὰν [ή τὴν πληγὴν ή εἰς τὴν ὁδὸν] τοῡ ἀκοντίου» — μπαίνω στο βεληνεκές τού ακοντίου (Αντιφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ἔρχομαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὑπέρχομαι — go pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέλθετε — ὑπέρχομαι go aor subj act 2nd pl (epic) ὑπέρχομαι go aor imperat act 2nd pl ὑπέρχομαι go aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέλθω — ὑπέρχομαι go aor subj act 1st sg ὑπέρχομαι go aor subj act 1st sg ὑπέρχομαι go aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέλθῃ — ὑπέρχομαι go aor subj mid 2nd sg ὑπέρχομαι go aor subj act 3rd sg ὑπέρχομαι go aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕπελθε — ὑπέρχομαι go aor imperat act 2nd sg ὑπέρχομαι go aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ὑπέρχομαι go aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπελθόν — ὑπέρχομαι go aor part act masc voc sg ὑπέρχομαι go aor part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπελθόντα — ὑπέρχομαι go aor part act neut nom/voc/acc pl ὑπέρχομαι go aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπελθόντων — ὑπέρχομαι go aor part act masc/neut gen pl ὑπέρχομαι go aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπελήλυθε — ὑπέρχομαι go perf imperat act 2nd sg ὑπέρχομαι go perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπελήλυθεν — ὑπέρχομαι go perf ind act 3rd sg ὑπέρχομαι go plup ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”